Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2021

'Ετσι πρέπει θα μου πεις, κι εγώ θα σιωπήσω..

Πέρασε σχεδόν ένας χρόνος. Ούτε που το κατάλαβα. Άλλαξα συνήθειες, τρόπο σκέψης, άλλος άνθρωπος. Κι εκει που βλέπω φως, κι ελπίδα οτι μια μέρα θα περάσουν όλα αυτά, μέσα μου, δεν ξέρω καν αν θέλω να τελειώσει. Πες το συνήθεια, πες το κατάθλιψη, απογοήτευση, η ουσία είναι μία. Δεν θα είμαστε ποτέ ξανα οι ίδιοι. Κι όσο ανοίγω τη τηλεόραση, κι ακούω όλα τα πρέπει και τα μη, πίσω απο τις εντολές και τα προστίματα, προσπαθώ να κατανοήσω τι συμβα
ίνει. Γιατί μας κλέβουν χρόνια και στιγμές απ' τη ζωή μας, χωρίς να μπορούμε να κάνουμε κάτι. Χρόνια που δεν θα ξανα έρθουν πίσω. Για το καλό μας είναι θα μου πεις, και σιωπώ. Μα τελικά, ποιό είναι το καλό μου; Δουλειές έχουν κλείσει και δεν θα ξανα ανοίξουνε ποτέ. Ανθρώποι θα πεινάσουνε, οικογένειες θα λυγήσουνε. Κι εγώ, κλειδωμένος σπίτι, θα περιμένω ένα αυτόματο μήνυμα αν με εγκρίνει ν' αγοράσω γάλα. Έτσι πρέπει θα μου πεις. Κι εγώ πάλι θα σιωπώ, κι ας τσιρίζω απο μέσα μου. Ας είναι όλο αυτό, σαν μια βροχή, μια καταιγίδα. Κι όταν τελειώσει, θα βγει το τεράστιο ουράνιο τόξο για να μας σκεπάσει.. Εκεί θα μαζέψει ο καθένας απο εμας τα κομμάτια του, κι οτι βρεμένο κουράγιο του απέμεινε, για να ξανα σταθεί στα πόδια του. Αν είναι όμως μια οφθαλμαπάτη μες την έρημο, που άλλοι διάλεξαν για εμάς, στην ξηρασία του αύριο, καμιά ελπίδα δεν θα μπορεί να μας ξεδιψάσει.  
                                            
Νικόλας Τζιοβάνη

Παρασκευή 28 Αυγούστου 2015

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΓΙΑ LIKE

Οι φανατικοί χρήστες των λεγόμενον ''social media'' (ή αλλιώς αθκιασεροί στην καφετέρια με το έναν πόδι πάνω στ' αλλον), μπορούν να καταλάβουν τι εννοώ και μόνο διαβάζοντας τον τίτλο.  Στην Κύπρο, το πολύ διαδεδομένο facebooκ, έχει οδηγήσει ένα μεγάλο μέρος της νεολαίας μας (ειδικά), σε μια καθημερινή μάχη. Πως να κερδίσουν περισσότερα like. Απο το άνοιγμα των ματιών, με της γαρίλες ακόμα να κρέμονται απο το μάτι, μπαίνουμε, (και βάζω και τον εαυτό μου μέσα), για να δούμε αν πήρε like, η τελευταία μας δημοσίευση.

Αρκετοί, θέλοντας να κερδίσουν like, χρησιμοποιούν την απλή μέθοδο του χιούμορ. Κάτι αστείο, μια ατάκα, ή ακόμα και ένα ανέκδοτο. Ο άλλος διαβάζοντας το, σκέφτεσαι, θα είναι ευκολότερο να κάνει like. Και για να σιγουρευτείς οτι θα καταλάβουν οτι πρόκειται για κάτι αστείο, συμπληρώνεις στο τέλος της δημοσίευσης σου και το ''χαχαχαχα''. Αν πάλι δεν έχεις χιούμορ, με μια απλή έρευνα στο διαδίκτυο, θα βρεις κάτι εύκολα και γρήγορα. Φυσικά εδώ υπάρχει και ο κίνδυνος, στην τελική, απο αστείο, να μεταμορφωθεί σε σαχλαμάρα.

Ακόμα ένας τρόπος για να αποκτήσουμε like, είναι το λεγόμενο ''copy paste''. Ο πιο εύκολος και γρήγορος τρόπος, χωρίς ψάξιμο, χωρίς κούραση, χωρίς καν σκέψη. Απλά διαβάζεις την δημοσίευση κάποιου άλλου, και την αντιγράφεις στο δικό σου ''τοίχο'' λες και την σκέφτηκες απο μόνος σου. Εύκολα και γρήγορα. Ψεκάστε σκουπίστε τελειώσατε. Και εδώ έρχεται και το τραγελαφικό, που ενώ ξέρεις πως αυτό που έγραψες δεν είναι δικό σου, λες ''ευχαριστώ'' όταν σου σχολιάσουν απο κάτω ''είσαι καθηγητής''. Προφανώς ευχαριστείς επειδή το αντέγραψες ωραία. Επίσης να είστε προσεχτικοί. Αν για παράδειγμα είσαι άντρας, και θα αντιγράψεις απο μια γυναίκα, διάβασε το πρώτα. Δεν θα ήθελες να δημοσιεύσεις κάτι που στο τέλος λέει ''σ' αγαπώ πολύ Πάμπο μου''.

Να μην ξεχνάμε και τις φωτογραφίες, που όσο λιγότερα ρούχα φοράς, τόσο περισσότερα θα είναι και τα like σου. Οι κοπέλες, δείχνοντας τις καμπύλες τους, (ήθελα να πώ το στήθος και τον πίσινό τους αλλά άσε) πολεμούν καθημερινά για περισσότερα like. Στο ίδιο καζάνι είναι και οι άνδρες, που μετά τις ατελείωτες ώρες στο γυμναστήριο, σφίγγονται ένα βήμα πριν να αεριστούν, για να μας δείξουν τους κοιλιακούς τους. Και μην ακούσω σχόλια τύπου ''το σώμα το κάνω για τον εαυτό μου'', επειδή αν ίσχυε αυτό, δεν θα έβαζες καθημερινά φωτογραφίες με το χέρι γυρισμένο στα πλάγια για να φκεί ο ''ποντικός''. Κάθε κοιλιακός και like, κάθε κάμψη και comment, και ο πόλεμος για like συνεχίζεται.

Τον τελευταίο καιρό φυσικά ξεκίνησε μια άλλη μόδα. Γράφεις απο μόνος σου την γνώμη σου για κάποιο θέμα, που ξέρεις εκ τον προτέρων οτι συμφωνεί το 80% των διαδικτυακών σου φίλων, και ζητάς like αν συμμερίζονται την άποψή σου. Γιατί το άλλο; ''Να κάνουν like οι single'. Λες και δεν είναι αρκετή η μοναξιά μας, θέλουμε και να την μοιραστούμε και με τους υπόλοιπους. 

Τελειώνοντας.. Τα like είναι μια απλή ικανοποίηση ορισμένων λεπτών. Μια αποδοχή, λίγη σημασία, και το στιγμιαίο αίσθημα οτι αρέσουν οι απόψεις σου, και η εμφάνισή σου. Γι αυτό χαλαρώστε. Αν σας άρεσε η δημοσίευση μου αυτή, κάντε μου like. Πως να το κάνουμε, θέλω και εγώ να νιώσω οτι ''αρέσκω''.

Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

Σήμερα ο Βαγγέλης.. αύριο ποιός;


Πριν λίγες μέρες ακούσαμε όλοι για τον άδικο χαμό του Βαγγέλη. Για όσους δεν γνωρίζουν τα γεγονότα, ο Βαγγέλης,
ένα ήσυχο παιδί απο την Κρήτη, αποφάσισε να θέσει τέρμα στην ζωή του, αφού δεχόταν καθημερινά εκφοβισμό απο τους συμφοιτητές του. Στο τέλος, δεν άντεξε. Στο πρόσωπο του Βαγγέλη, όλοι όσοι βίωσαν και βιώνουν τον εκφοβισμό στο πετσί τους.

Είδαμε την επόμενη ακριβώς μέρα, διάφορους στο διαδίκτυο, να γράφουν λόγια συμπαράστασης, εκφράζοντας έτσι το αίσθημα τις αδικίας και την απορία τους για τον χαμό του λεβέντη. Μα γιατί απορείτε; Εσείς που διερωτάστε πως μπορεί ένας νέος να θέσει τέρμα στην ζωή του, είσαστε οι ίδιοι που οδηγείτε, τον Βαγγέλη, και τον οποιοδήποτε Βαγγέλη, να κλείνετε στον εαυτό του, και στο τέλος να φεύγει απο την ζωή.

Είστε εσείς οι ίδιοι, που βλέπετε κάποιο άτομο με περιττά κιλά να περπατά στο δρόμο, και γελάτε, δακτυλοδείχνεται, ειρωνεύεστε. Χυδαίοι, υποκριτές, κακομαθημένοι.

Είστε οι ίδιοι που θα δείτε έναν ομοφυλόφιλο, διωγμένο απο όλους, να κλαίει σε μια γωνιά, και θα το θεωρήσετε άξιο σχολιασμού και κοροϊδίας με τους φίλους σας. Θα προσπαθήσετε να τον μειώσετε, αποκαλώντας τον ''πούστη''. Εσείς, οι άντρακλες, που με αυτό το τρόπο τιμάτε τα παντελόνια σας. Που ο ανδρισμός σας εκφράζεται με τον εκφοβισμό σε άτομα που το μόνο που ζήτησαν ήταν η αποδοχή σας.

Είστε οι ίδιοι που μιλάτε άσχημα σε κάποιο άτομο λόγω της εμφάνισής του. Αν δεν έχει ρούχα ακριβά, αν είναι φτωχός. Και αν δεν το κάνετε με λόγια, ένα βλέμμα και μια απέχθεια, είναι αρκετά να κάνουν την ζημιά.

Αυτός είναι ο λόγος, που όταν είδα απο μερικά άτομα την υποκρισία στα λεγόμενά τους στο διαδίκτυο, θύμωσα και αποφάσισα να τα γράψω. Θύμωσα,  επειδή λυπούνται τον Βαγγέλη, αλλά την ίδια μέρα ίσως κάνουν το ίδιο σε κάποιο άλλο άτομο. Χωρίς να σκεφτούν, χωρίς να έρθουν ούτε για ένα λεπτό στην θέση του.
.

Ρατσισμός.. Πόσες φορές δεν ακούσαμε κάποιους να φωνάζουν, οτι πρέπει να φύγουν απο την γειτονιά τους οι ''ξένοι'', μόνο και μόνο επειδή δεν προέρχονται απο την ίδια χώρα με αυτούς. Λες και αυτό απο μόνο του, τους κάνει καλύτερους ανθρώπους. Και τι σημαίνει είναι κάποιος ξένος; Όλοι ξένοι είμαστε, προσωρινοί κάτοικοι στην γη,

Αν κάποιος έχει διαφορετικό χρώμα απο το δικό σου, δεν σημαίνει οτι πρέπει εσύ να τον μειώνεις, για να νιώσεις εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα οτι είσαι κάτι ανώτερο απο αυτόν. Και αν θεωρείς οτι είσαι καλύτερος άνθρωπος, μόνο απο το χρώμα σου, τότε ξανα σκέψου το.

Εσείς οι ίδιοι που κρίνεται τους θύτες του Βαγγέλη, είσαστε οι ίδιοι που θα δείτε ένα ξένο στο δρόμο, να υποφέρει, και θα σκεφτείτε ''καλά να πάθει, σαν μεν έρτει δακάτω''.

Είστε οι ίδιοι που αν δείτε ένα μικρό ομοφυλόφιλο να χλευάζεται στην μέση του σχολείου, θα πείτε ''καλά να πάθει, αφού εν πούστης''.

Είστε οι ίδιοι που αν δείτε κάποιον διαφορετικό απο εσάς, που δεν ακολουθεί τα δικά σας πρότυπα, αντιλήψεις, σημαίνει οτι πρέπει να τον σπρώχνεται προς τον θάνατο.

Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι οι ίδιοι. Μερικοί μπορούν να αντέξουν τα λόγια σας, τα σχόλια σας, τις κακίες σας, και απλά κλείνουν τα αυτιά και τα μάτια τους. Κάποιοι άλλοι όμως, πιο αδύνατοι χαρακτήρες, ίσως ψάξουν άλλες λύσεις για να τελειώσει το μαρτύριό τους. Και αν ακόμα και τώρα, κάπου μέσα σας, σκεφτείτε ''τι μας κόφτει εμάς'', σκεφτείτε οτι σήμερα ήταν ο Βαγγέλης. Αύριο ίσως είναι ο αδερφός σας, ο γιος σας, ο εαυτός σας.


Παρασκευή 13 Μαρτίου 2015

Μπορεί κανένας να με καταλάβει;

Όλα ξεκίνησαν ένα χειμωνιάτικο πρωινό του Αυγούστου, καθώς έτρωγα το μεσημεριανό μου γάλα. Άρχισα να ονειρεύομαι κλείνωντας το ένα μάτι, αφού την προηγούμενη ημέρα χτύπησα το δάχτυλό μου στην γωνιά της μπάλας. Πονούσα πάρα πολύ λίγο. Τότε ήρθε η μάνα μου στο δωμάτιο του γείτονα, να μου πει να στρώσω το κρεβάτι μου με ροδοπέταλα. Τότε κι εγώ πήρα λάδι και ξύδι και έφτιαξα μια μπουγάτσα. Όταν την έβαλα στο αυτί μου, η γεύση της ήταν βάτραχος. Κατέβασα το παντελόνι, γιατί με έπνιγε η γραβάτα, και είπα να βγώ έξω απο το σπίτι. Άνοιξα το παράθυρο του αποχωρητηρίου, έκρυψα τα κλειδιά κάτω απο το χαλί του μπάνιου και έφυγα. Ήταν η ωραιότερη νύχτα της φίλης μου της Ζωής. Περπάτησα λίγο με το ποδήλατό μου στον αυτοκινητόδρομο, και πήγα για καφεδάκι στο βιβλιοπωλείο του κρεωπολείου. Είδα την ταινία στο χαρτί, έφαγα ένα καπουτσίνο και άρχισα να ζαλίζομαι. Έβλεπα πίσω μου αστέρια, του κινηματογράφου, έβαλα ένα πανατόλ στο μέτωπο και έπεσα στον τοίχο. Ήρθε τότε ένας γιατρός με πράσινο γιλέκο, και μου έδωσε ένα ποτήρι μελάνι, να υπογράψω τον διαθήκη μου. Τότε αφου είδα τα γράμματα στην οθόνη του καθρεύτη, κατάλαβα οτι ήρθε το τέλος,  Δεν είπα κουβέντα, και άρχισα να ρωτώ επίμονα το γιατί. Αλλά δεν είχα απάντηση, ίσως δεν είχε το νούμερό μου, σκέφτηκα.  Βρισκόμουνα στην μέση του γηπέδου, κρατώντας το τηλέφωνο αγκαλιά, να αναβοσβήνει η μπαταρία του αυτοκινήτου μου. Έδεσα ένα σχοινί στο λαιμό της μπουκάλας, την πέρασα σε ένα λουλούδι, και περίμενα να έρθει η άνοιξη. 

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

Μουντιάλ και γυναίκα.. Δεν ταιριάζουμε σου λέω. (Nicolas Jovani)

Γυναίκες τούτον εν για σας,
γουιθ λάβ αφιερωμένο, 
κανόνες για το Μουντιάλ, 
που τόσο περιμένω.

Ξιάστε τα γλυκόλoα, 
τζιαι χάδια στο κρεβάτιν.
Τα πόθκια πας τον καναπέ,
τζιαι πέτε με χωρκάτην.

Αν είναι να μιλήσετε,
κοπέλλες καρτεράτε,
που νάνε το ημίχρονο,
τζιαι τότε ξεκινάτε.



Στα δεκαπέντε τα λεπτά,
όσα τζι αν προλαβαίνεις.
Ως την σφυρκά του διαιτητή,
τί δεν καταλαβαίνεις;

Μόλις αρκέψει έναν μάτς,
δεν θέλω αντιρρήσεις,
φκάλε παουρμόσιστο,
τζαι ας λιποθυμήσεις.

Εγιώνι δεν θ' ασχοληθώ,
τζι ας κλαίεις σαν κατσέλλα.
Ούτε αν φορήσεις το μαγιό,
τζιαι κάμνεις πασαρέλλα.

Τζιαι μεν τολμήσεις να μου πεις,
τάχα να με ρωτήσεις,
''τι εν το οφσάητ χάνι μου,
δεν θα μου εξηγήσεις;''

Φέρε το ρεμότ κοντρόλ,
να μεν φάεις τον φούσκο,
Εγιώ θα δώ Αργεντινή,
τζιαι εσού λαλείς μου Μπρούσκο;

Πλυντήριο να μεν σκεφτείς,
ν' άψεις να κατσιαρίζει.
Ούτε την ηλεκτρικήν,
σκούπα να παουρίζει.


Τζι αν έχεις εσυ όρεξην,
για σεξ τζιαι για τρελλίτσες,
δώρον διώ σου δονητήν,
τζιαι φέρε μπύρα, πίτσες.


Τζιαι μεν ακούσω να μου πείς
''έναν παιχνίδιν είναι''.
Πιάε τα ποτήρκα μας,
με εύρηκα τζιαι πλύνε.

Που να' ρτουν οι παρέες μου,
λαλώ σου ρέτι νά σε.
θα κλάσουσιν τζιαι θα ρεχτούν,
μυρίστου τους τζιαι σκάσε.


Τζι αν είσαι τάχα μακρυά,
την ώρα πουν η μάππα,
μεν καρτεράς στο κινητόν,
μηνύματα ρα τσάππα.

Όσον εννα 'χει μουντιάλ,
απλα μετακομίστε,
στην μάνα σας στον Πεδουλάν,
βουνά ανηφορίστε. 

Ο έρωτας εν στροτζιλός, 
τζιαι έννεν το βυζί σου.
Εν για την μάππα που λαλώ,
τζιαι όχι το κορμί σου.

                  by Nicolas Jovani







Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

Εξύπνησα που το πορνόν.. (Nicolas Jovani)

Εξύπνησα που το πορνόν,
τζιαι είμουν μες τα νεύρα.
Δεν έθελα με να μου πούν,
ούτε μισή κουβέντα.

Τα κόκοπόπς ελείψασην,
το γάλαν εν λειγμένον.
Λιμπούροι εφαν το γλύκισμαν,
το μαύρον τζιαι καμένον.

Πάω να μπώ στο ίντερνετ,
ανάφκω το κομπιούτερ,
εκόλλησεν η σύνδεση,
εχάλασεν το ρούτερ.

Μια τσόντα για να δώ,
την χάρη δεν μου κάμνει.
Ακούω την γειτόνισσα,
που άρκεψεν να λάμνει.

Κέρατον που τον άντρα της,
έφαεν τζιαι φωνάζει.
Ο άλλος εξενύχτισεν,
άρκεψεν να νυστάζει.

Ελάλεν του ξιτιμασιές,
πως εν μιτσιά η βίλλα,
τζιαι το αρτσίν του εν ψιντρόν,
ίσια με την γαρίλλα.

Έπια την καρεκλούαν μου,
έκατσα στο μπαλκόνι,
τζιαι θώρουν τους σαν έτρωα,
χαλλούμιν τζιαι πεπονι.

Έτσι ωραίον σίριαλ,

πιον Μπρούσκο τζιαι πελλάρες.
Οι παουρκές των γειτονιών,
έχουσιν άλλες χάρες.

Είδεν με η γειτόνισσα, 
λαλεί μου ''τι θωρείς;''
Ούτε στο μπαλκόνι σου,
να φκείς ενι μπορείς.

Ανάφκω τηλεόρασην,
έδειχνεν τες ειδήσεις.
Ελάλεν για την Τρόικαν,
ε πως να μεν την σβήσεις.

Χτύπησεν το τηλέφωνον, 
λαλώ να απαντήσω.
''Τραπεζα Κύπρου'' μου λαλεί.
Ε φταίω αν τον βρίσω;

Χρωστάς ποδά κατι λεφτά,
έλα να ξεχρεώσεις.
Κατάλαβε μας τζιαι εμάς,
εν κάμποσες οι δόσεις.

Ανάθεμαν σας άχρηστοι,
έλα πιάστ' αρτσίν μου.
Τζιαι ούτε να το διανοηθείς, 
νά' ρτεις ποττέ καρτσίν μου.

Χτυπά η πόρτα του σπιθκιού,
ποιός εννα είναι πάλε;
Εφάκκαν ασταμάτητα,
''έρκουμε, φάουσα φκάλε!''

Πάω ανοίω τί θωρώ;
ήταν να πελάνω.
η γειτόνισσα μου με μαγιό,
τζιαι ττόρον απο πάνω.

Εκόψαν τους δίπλα το νερόν,
τζιαι ήρτεν στο δικό μου,
μα θώρε τύχην πάνω μου,
γαμώ το κέρατό μου.

Πέρνω την μες το σιάουερ,
εγύρισα την βρύση,
τούτη ήρτεν πίσω μου,
ήτουν να με γαμίσει;

Αρπάσσω την που το μαλλίν,
πέρνω την στο κρεβάτι,
έμεινεν τζιαι άλουτη,
μ' ανοιξα της το μάτι.

Γι αυτόν εσού αν σηκωστείς,
τζι έλειψεν σου το γάλα,
μεν μαραζόνεις τζιαι μπορεί,
νάρτει η γειτόνισσα να μπεί,
με δυό βυζιά μεγάλα.

                            by Nicolas Jovani


Δευτέρα 2 Ιουνίου 2014

Η παρθένα μες το club.. (Nicolas Jovani)

Εγνώρισα την μες το κλάπ,
εχώρευκεν στην πίσταν.
Εγιώ τζιαμέ σε μια γωνιά,
κομμένος που την νύσταν.

Θωρώ φορεί κοντήν φουστούν,
τζιαι έσουζεν τον κώλον.
Σηκώθηκεν το πράμαν μου,
μέχρι το βόρειο πόλον.

Πάω κοντεύκω δίπλα της,
τζι αρκέφκω το καμάκι.
Κάμνω τζιαι θκιό χορευτικά,
που είδα που τον Σάκη.

Τούτη ευτής επέλλανεν,
που είδεν έτσι σιόου.
Αρπάσω την στα σιέρκα μου,
με γιές είπεν με νόου.

Να μεν πολυλοώ,
εφκίκαμεντε έξω.
Τζι εγιώνι επερίμενα,
πότε να της τον ρέξω.

Λαλώ της πάμεν σπίτι μου,
έλα τζι εννα σ' αρέσει.
Τζι έκαμνεν μου την δύσκολην,
εν ξέρει αν θα μπορέσει.

Εκάλαρα την δέχτηκεν,
τζιαι μπαίνει μες το σπίτιν.
Ήταν τζιαι ασυγίριστον,
καθάρισα την Τρίτην.

Εάρκεψα με αγκαλιές,
σιγά σιγά χουφτώνω.
Εσήκωσατην πάνω μου,
μα ίσια που την σώννω.

Έφκαλα τα ρούχα της,
πάω να προχωρήσω.
Λαλώ πως είμαι τυχερός,
πόψε εννα γαμήσω.

Λαλεί ''φοούμε Τζιόβη μου,
εν η πρώτη μου φορά''.
Έτσι τζι εγιώ σταμάτησα,
τι κάμνουμεν τωρά;

''Είμαι παρθένα'' είπεν μου,
''θέλω να δοκιμάσω''.
Εγιώ χαττίριν κούκλα μου,
δεν θα σου το χαλάσω.

Έβαλα το λαδούιν μου,
πέρκιμον δεν πονήσει.
Τζιαι στην μπανάναν το σκουφήν
τζίνη να του φορήσει.

Τζιαι βάλλοτον τζιαι φκάλλοτον,
εμύριζεν σαν πίκλα.
Τούτη εν παρθένα τάχα μου;
Τούτη εν τέλια σίκλα!

''Άου'' λαλεί μου ''τζιαι πονώ'',
Μα τί πονείς ρα μούλα;
Κάμνεις μου την αγάμητην,
μα είσαι τέλια τσούλα!

''Εν η πρώτη μου φορά''
είπεν ξανά με πάθος.
''Μόνον για τούντην ευτομάν''
λαλεί μου ''έχει λάθος;''

Παρέλασην στον πούττον της,
πιένναν στρατιώτες,
βιλλοδοσίαν έκαμναν,
ήτουν πολλοί οι δότες.

Φορώ το παντελόνι μου,
σηκώνουμαι να φύω.
Έβαλα τζιαι τες κλάτσες μου,
το φερμουάρ μου κλείω.

Τζίνη έμεινεν τζιαμέ,
με ανοιχτά τα πόδια.
Πέρκει περάσουν που τζιαμέ,
αππάροι τσίτες βόδια!

Γι αυτόν που πάτε μες το κλάπ,
τζιαι παίζουντο παρθένες,
εσείς μεν τες πιστεύκετε,
Κυπραίες είτε ξένες.

Για ναν παρθένα η κορού,
πρέπει να τον στουππώσει.
Αλλιώς τζιαι έρημον να πάει,
θα έβρει να στρουμπώσει.

Παρά να μεν τον νιώθω τίποτε,
τζιαι να σε περιπαίζω,
κάθουμαι τζιαι έσσω μου,
τζιαι μόνος μου τον παίζω.

Νικόλας Τζιοβάνη